Με ένα γράμμα προς έναν φίλο του, με το όνομα Φάνης, ο γνωστός ηθοποιός και σκηνοθέτης, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, εξηγεί γιατί απάντησε θετικά την πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη να είναι στην τελευταία, μη εκλόγιμη, θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας της ΝΔ στις εθνικές εκλογές 2019.
Αναλυτικά:
«Γράμμα σ’ έναν φίλο (που απορεί γιατί αποδέχθηκα την πρόταση για την τελευταία, μη εκλόγιμη θέση στο Επικρατείας της ΝΔ)
Αγαπημένε μου Φάνη,
Στις 7 Ιουλίου, το βράδυ, ξέρω πού θα βρίσκομαι: στην Επίδαυρο, στο αρχαίο θέατρο. Θα ψηφίσω το μεσημέρι και μετά, ταξίδι και προετοιμασία μέσα στη νύχτα για τις τελικές δοκιμές, για τον Οιδίποδα Τύραννο που σκηνοθετώ. Θα κάνω δηλαδή τη δουλειά που αγαπώ -κι έχω επιλέξει- να κάνω. Στη χώρα, την ίδια ώρα, θα έχουν ολοκληρωθεί οι εκλογές, κι απ’ αυτές τις εκλογές θα κριθεί, σε μεγάλο βαθμό, η πορεία της τα επόμενα χρόνια.
Θα κριθεί, καταρχάς, αν θα τελειώσουμε με αυτήν την κυβέρνηση που, το νοιώθεις κι εσύ, διέψευσε απόλυτα τις προσδοκίες των ανθρώπων που την πίστεψαν, όλων αυτών που, όταν η ζωή τους όπως την ήξεραν κατέρρεε, γοητεύτηκαν από την ιδέα ότι υπάρχει ένας άλλος, μαγικός δρόμος, απ’ τον οποίον «η ελπίδα έρχεται».
Εγώ δεν ήμουν απ’ αυτούς που γοητεύτηκαν, οπότε δεν έπεσα απ’ τα σύννεφα. Έτσι κι αλλιώς, η δεκαετία της κρίσης που περάσαμε, όσο σκληρή κι αν ήταν, διέλυσε μια σειρά από ψευδαισθήσεις, όπως ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε με ελλείματα και δανεικά, ότι μπορούμε να μπλοφάρουμε κι οι αγορές να χορεύουν, ότι μπορεί να υπάρξει ισχυρό κοινωνικό κράτος χωρίς επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα, ότι μπορεί ο κόσμος γύρω μας να αλλάζει με ταχύτητες φωτός κι εμείς να μένουμε καθηλωμένοι στο παρελθόν. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν κρίση. Ήταν η επώδυνη ενηλικίωση της χώρας.
Κι αυτά τα 4,5 χρόνια, η ελπίδα τελικά δεν ήρθε, ήρθαν μόνο λάθη, ανικανότητα, επιπολαιότητα, μισαλοδοξία, διχασμός, απίστευτη αλαζονεία και ψέματα – αδιανόητα ψέματα. Κι αυτό το περίφημο ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς, κερδισμένο κάποτε με αγώνες και θυσίες, αποδείχτηκε, στην πράξη, κενό δοχείο. Ταιριάζει εδώ ο στίχος του Σαββόπουλου, γραμμένος 30 χρόνια πριν: «Ημασταν πάντοτε μιας ήττας που νικάει την εξουσία, και ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά – τι τραγωδία»
Ενώ λοιπόν θα κάνω πρόβα στην Επίδαυρο, θα έχουμε, ελπίζω, τελειώσει μ’ αυτό το αποτυχημένο πείραμα – το τελευταίο γέννημα της κρίσης. Αλλά αυτό, πίστεψέ με, δεν φτάνει. Σ’ αυτές τις εκλογές θα κριθεί, στην ουσία, αν θα έχουμε μια νέα, αυτοδύναμη κυβέρνηση, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη ισχυρό πρωθυπουργό, που θα μπορεί, ανεμπόδιστος από αναγκαστικούς συμβιβασμούς, να εφαρμόσει το πρόγραμμά του.
Κι αν νομίζεις πως είναι καλύτερο να μην έχουμε αυτοδύναμη κυβέρνηση, κάνεις λάθος, για δύο λόγους: ο πρώτος είναι ότι, σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας, υπάρχει ορατός κίνδυνος να μην μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση, να οδηγηθούμε ξανά σε εκλογές με απλή αναλογική και, ακολούθως, σε μια περίοδο ακυβερνησίας και ομηρίας απ’ τους σημερινούς κυβερνώντες, που θα μεγαλώσει την ζημιά που έχει ήδη γίνει στη χώρα.
Ο δεύτερος είναι και ο πιο σημαντικός και μάλλον τον μαντεύεις: πιστεύω στον Κυριάκο. Σου θυμίζω πως αυτός ο κεντρώος, φιλελεύθερος πολιτικός κατάφερε να εκλεγεί αρχηγός της ΝΔ, ενός παραδοσιακού, συντηρητικού σχηματισμού, χάριν της κινητοποίηση πολιτών, εντός αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και εκτός κόμματος, που είδαν τη σπάνια ευκαιρίανα υποστηρίξουν, σε ένα κόμμα εξουσίας, κάποιον που είναι, επί της ουσίας, διαφορετικός. Έκτοτε, ο λόγος και οι πράξεις του έδειξαν πως έχει πράγματι, την δύναμη και την αποφασιστικότητα να αλλάξει, πρώτα το κόμμα του και μετά τη χώρα. Και μπορεί να εκφράσει, και να ενώσει ένα ευρύτερο τμήμα της κοινωνίας.
Κι αν το πρόβλημά σου είναι πως δεν τον βρίσκεις αρκετά «χαρισματικό» επικοινωνιακά, έχω να σου πω πως αυτό ακριβώς με ευχαριστεί ιδιαιτέρως. Φτάνει πλέον με τους «χαρισματικούς» -η λέξη έχει χάσει πια το νόημά της-, φτάνει με το πρότυπο του ηγέτη που έχουμε σ’ αυτή τη χώρα και μας έβλαψε τόσο. Του ηγέτη δημαγωγού, που το ταλέντο του εξαντλείται στο να χαϊδεύει τα αυτιά των ψηφοφόρων του. Χρειαζόμαστε, πάνω απ’ όλα, έναν ηγέτη που τολμάει να λέει την αλήθεια στους πολίτες. Που δεν υπόσχεται ό,τι δεν μπορεί να υλοποιήσει. Έναν ηγέτη ψύχραιμο, μετριοπαθή κι ενωτικό, που να μπορεί να καταλάβει πως η κοινωνία αποτελείται από ομάδες με διαφορετικές απόψεις, επιδιώξεις και συμφέροντα. Και πως κάθε βήμα μπροστά πρέπει να γίνεται προσεκτικά, ώστε να τους περιλαμβάνει όλους. Χρειαζόμαστε έναν ηγέτη που αντιλαμβάνεται τη σύγχρονη εποχή και τις μεγάλες προκλήσεις της, που έχει την κατάρτιση για να κατανοήσει τις κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνται στον πλανήτη.
Ο Κυριάκος είναι σίγουρα η καλύτερη επιλογή στην παρούσα συγκυρία, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Αλλά πιστεύω πως έχει τις ικανότητες και την ευκαιρία, αν επιδείξει τόλμη, να είναι ένας εξαιρετικός πρωθυπουργός, και το εύχομαι, προς το καλό και την ευημερία όλων μας, ανεξαρτήτως κομμάτων. Και πως μπορεί πραγματικά να αλλάξει τη χώρα.
Το έργο όμως που αναλαμβάνει, αυτός και το στενό του επιτελείο, είναι εξαιρετικά δύσκολο. Για να τα καταφέρει, πρέπει να είναι αρκετά ισχυρός, ώστε να κάνει τις λιγότερες δυνατές παραχωρήσεις και να μην υποκύψει σε συμβιβασμούς. Και, να σου πω την αλήθεια, αν και είμαι, επί της αρχής, υπέρ των ευρύτερων συναινέσεων, δεν βλέπω να υπάρχει πιθανότητα εκλογής στην επόμενη Βουλή άλλου κόμματος που θα μπορούσε να βοηθήσει στη διακυβέρνηση της χώρας προς την κατεύθυνση που νομίζω σωστή. Η αυτοδυναμία της κυβέρνησής του θα του δώσει λοιπόν τη δυνατότητα που χρειάζεται. Μαζί, φυσικά, με την ευθύνη.
Την γνώμη μου για τον Κυριάκο πιθανόν την ξέρεις, την έχω εκφράσει δημοσίως αρκετές φορές. Δεν σου κρύβω πως είμαι ένας από τους χιλιάδες Έλληνες που έχουν υπάρξει πολύ συχνά ανέστιοι πολιτικά, που δεν δέχτηκαν ποτέ να γίνουν ψηφοφόροι-πελάτες οποιουδήποτε κόμματος και που έχουν μια ενστικτώδη δυσανεξία με τα κόμματα εξουσίας, καθώς αυτά έχουν πάντα την τάση να μετατραπούν σε τραστ συμφερόντων. Αυτή η «έλλειψη εστίας» βέβαια έχει κι ένα καλό: μου επέτρεπε πάντα να σκέφτομαι ανεξάρτητα και ελεύθερα. Και οι απόψεις μου ήταν συχνά αντιδημοφιλείς, σε μεγάλο μέρος του κοινού και ανάμεσα στους συναδέλφους μου. Το να είσαι καλλιτέχνης στην Ελλάδα σημαίνει, σχεδόν αυτόματα, ότι είσαι, ή νοιώθεις, ή, τέλος πάντων, δηλώνεις αριστερός – ό,τι και να σημαίνει για τον καθένα αυτός ο όρος. Πριν δέκα χρόνια, δηλώνοντας κεντρώος φιλελεύθερος ακουγόμουν σχεδόν εκκεντρικός. Στο δημοψήφισμα, υποστηρίζοντας το «Ναι», άκουσα για μένα πράγματα που δεν φανταζόμουν ότι μπορούσε κάποιος να σκεφτεί.
Κι όμως, τα χρόνια πέρασαν κι αυτά που πίστευα έχουν βρει, σε μια σπάνια συγκυρία, ένα πρόσωπο να εκφραστούν, αρχηγό σε κόμμα εξουσίας. Δεν ταυτίζομαι σε όλα με τη ΝΔ – έτσι κι αλλιώς σε κάθε μεγάλο κόμμα υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και ιδέες. Δεν χρειάζεται όμως να ταυτίζεσαι, χρειάζεται απλώς να επιλέξεις, αφού σκεφτείς ψύχραιμα, την καλύτερη δυνατή λύση.
Γιατί αυτό που, στην ουσία, θα κριθεί σ’ αυτές τις εκλογές είναι το αν θα μπορέσουμε, κάποια στιγμή σύντομα, όλοι μας, ό,τι κι αν ψηφίσαμε, να αφεθούμε επιτέλους απερίσπαστοι σε ό,τι αγαπάμε κι έχουμε επιλέξει, να πάρουμε σιγά-σιγά πίσω τις ζωές μας, που μας τις έκλεψαν η κρίση και ο διχασμός, και να αισθανθούμε πολίτες μιας κανονικής χώρας για την οποία θα είμαστε υπερήφανοι.
Αυτό προσδοκώ. Γι’ αυτό αποδέχτηκα. Ελπίζω να σε κάλυψα.
Χαιρετισμούς,
Κ.
Υ.Γ: Μην σε στεναχωρήσουν όσα πιθανόν ακούσεις για μένα. Οι άνθρωποι σπανίως έχουμε τη διαύγεια να ακούσουμε κάποιον με τον οποίον διαφωνούμε, χωρίς να κρίνουμε εξ’ ιδίων ή να κάνουμε δίκη προθέσεων.
Αν σου πούνε «είχε πει, δεν θα μπει στην πολιτική», πες τους «δεν μπαίνει, η τελευταία θέση στο Επικρατείας είναι, λέμε, μη εκλόγιμη». Κι αν επιμείνουν «ε, δεν μπορεί, κάτι έχει να κερδίσει!» πες τους, «ναι, φυσικά: τη βαθιά ικανοποίηση ότι στηρίζει αυτό που πιστεύει».
Φιλιά,
Κ.»