- Άγιος Νίκων Ίερομάρτυρας και οι 199 μαθητές του
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Νικήσας τὸν δόλιον, ἄσκητικαις ἀγωγαίς, κανὼν ἐχρημάτισας, τῶν σῶν κλεινῶν φοιτητῶν, ἀκρότητι βίου σου, ὅθεν σὺν τούτοις ἅμα, γεγονῶς ἐν τὴ Δύσει, ἔδυσας ἐν ἀθλήσει, σὺν αὐτοὶς Πάτερ Νίκων, μεθ’ ὧν καὶ κατεφοίτησας αἴγλη τὴ ἄνωθεν.
- Άγιος Λουκάς ο Ανδριανουπολίτης
Ο Άγιος Λουκάς, γεννήθηκε από τον Αθανάσιο και τη Δομνίτσα στην Αδριανούπολη της Θράκης. Σε ηλικία έξι χρονών έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του τον παρέδωσε σ’ έναν Ζαγοραΐο πραγματευτή, με τον όποιο εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν ήταν 13 χρονών ο Λουκάς, φιλονίκησε μ’ ένα τουρκόπουλο έξω από το σπίτι του κυρίου του και το έδειρε. Αυτό το είδαν οι εκεί παρευρισκόμενοι Τούρκοι και όρμησαν με θυμό εναντίον του Χριστιανόπουλου. Ο Λουκάς για ν’ αποφύγει την τιμωρία είπε στους Τούρκους: «Αφήστε με και ‘γώ θα τουρκέψω». Τότε καταλάγιασε ο θυμός των Τούρκων και τον πήγαν σ’ ένα ευγενή Τούρκο, που πέτυχε τον εξισλαμισμό του.
Ελεγχόμενος όμως από τη συνείδηση του, ο Λουκάς ζήτησε τη βοήθεια του κυρίου του από τη Ζαγορά, ο όποιος και προσπάθησε να τον απελευθερώσει με την επέμβαση της Ρωσικής Πρεσβείας. Αλλά η Ρωσική Πρεσβεία, για ν’ αποφύγει τυχόν ανωμαλίες, είπε ότι θα δεχόταν τον Λουκά μόνο αν αυτός διέφευγε από το σπίτι του Τούρκου αφέντη του. Πράγματι μετά από λίγες ήμερες ο Λουκάς κατόρθωσε και απόδρασε από το σπίτι του αφέντη του και αφού, επιβιβάστηκε σε πλοίο πήγε στη Σμύρνη, και από ‘κεί στη Θήρα. Εκεί με τη συμβουλή ενός πνευματικού ήλθε στο Άγιο Όρος, όπου παρέμεινε αρκετά. Εκεί αφού γύρισε διάφορες Σκήτες και Μονές, τελικά έκάρη μοναχός στη Μονή Σταυρονικήτα. Τον κατέλαβε όμως ό πόθος του μαρτυρίου και αναχώρησε για τη Μυτιλήνη κατά τον Μάρτιο του 1802 μ.Χ.
Λόγω κάποιου γεγονότος, η Μυτιλήνη εκείνη την εποχή βρισκόταν σε μεγάλη αναταραχή. Ο Λουκάς, με τις ευχές των Πατέρων του Αγίου Όρους, παρουσιάστηκε στον κριτή της πόλης και ομολόγησε με θάρρος τον Χριστό. Παρά τις κολακείες και τους φοβερισμούς των Τούρκων, ο Θρακιώτης μάρτυρας παρέμεινε αμετακίνητος στην πίστη και την απόφαση του να μαρτυρήσει. Οδηγούμενος προς τον Ναζήρη, στο δρόμο συνάντησε τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης, που τον πήγαιναν στο κριτήριο, έσκυψε του φίλησε το χέρι και ζήτησε τις προσευχές του. Για την ενέργεια του αυτή, οι συνοδοί Τούρκοι τον έδειραν ανελέητα.
Μπροστά στον Ναζήρη, ο Λουκάς με ευτολμία κήρυξε τον Χριστό και κατηγόρησε τη μουσουλμανική θρησκεία. Μετά από τριήμερη προθεσμία, που εξέπνευσε χωρίς αποτέλεσμα για τους Τούρκους, ο Ναζήρης εξέδωσε καταδικαστική απόφαση. Έτσι στις 23 Μαρτίου 1802 μ.Χ., ο Λουκάς άπαγχονίστηκε στη Μυτιλήνη και έλαβε το ένδοξο στεφάνι του μαρτυρίου. Το Άγιο λείψανο του παρέμεινε για τρεις μέρες στην αγχόνη, κατόπιν το έριξαν στη θάλασσα.
Ήχος δ’.
Ασκητικώς προγυμνασθείς εν τω Άθω, τας νοητάς των δυσμενών παρατάξεις, την πανοπλίαν ώλεσας παμμάκαρ του Σταυρού, αύθις δε προς άθλησιν, ανδρικώς απεδύσω, κτείνας τους της πίστεως, αισθητούς πολεμίους, Οσιομάρτυς ξίφει νοητώ, διό εστέφθης, Λουκά διττοίς στέμμασι.
- Άγιος Δομέτιος
- Όσιος Παχώμιος ο Αναχωρητής
Ο Όσιος Παχώμιος, της Νερέκτα, κατά κόσμον Ιάκωβος, γεννήθηκε από μια ιερατική οικογένεια στο Βλαντιμίρ του Κλιάζμα. Ο πατέρας του ήταν ο ιερεύς Ιγνάτιος, ο οποίος διακονούσε στο ναό του Αγίου Νικολάου. Η οικογένειά του τον έστειλε στο σχολείο και σε ηλικία επτά ετών ο Όσιος είχε μάθει πολύ καλά την Αγία Γραφή.Ποθώντας τον μοναχικό βίο κατέφυγε στη μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Βλαντιμίρ και έγινε μοναχός.Για μεγαλύτερη άσκηση ο Όσιος έφυγε από τη μονή και πήγε στα περίχωρα της Νερέκτα. Εδώ, στον ποταμό Γκριντένκα, βρήκε ένα κατάλληλο μέρος για μοναστήρι, ένα υπερυψωμένο τοπίο, σα νησί, μέσα στο πυκνό δάσος. Ο Όσιος ζήτησε από τους ανθρώπους να κτίσουν ένα μοναστήρι στην περιοχή του Σιπάνοβο, στα σύνορα με την πόλη Κοστρόμα. Οι κάτοικοι της Νερέκτα με χαρά συναίνεσαν και βοήθησαν στην ανέγερση της μονής. Ο Όσιος Παχώμιος αγιογράφησε μια εικόνα της Αγίας Τριάδος και αφού έψαλλε τον Παρακλητικό Κανόνα, την μετέφερε στο μέρος όπου θα έκτιζε το ναό, αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα. Όταν η κατασκευή ολοκληρώθηκε, ο Όσιος Παχώμιος οργάνωσε το νέο μοναστήρι, το οποίο σύντομα άρχισε να προσελκύει μοναχούς.
Στο νέο μοναστήρι οι μοναχοί έπρεπε από μόνοι τους να καλλιεργούν τη γη και να τρέφουν τους εαυτούς τους με τον μόχθο των χεριών τους. Ο Όσιος έδιδε πρώτος το παράδειγμα για τους αδελφούς με την εργασία του.
Ο Όσιος Παχώμιος κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας το 1384 μ.Χ., και ενταφιάσθηκε στο ναό της Αγίας Τριάδος, τον οποίο και έκτισε. Η Εκκλησία τιμά, επίσης, την μνήμη του Οσίου Παχωμίου στις 15 Μαΐου.
- Όσιος Εφραίμ ο εν σπηλαίω (Ρώσος)
- Όσιος Θεοδόσιος ο Θαυματουργός (Ρώσος)
- Όσιος Νίκων καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου.
– Εσύ καλόγερε, τόλμησες να κάνεις σαν κι εσένα, τον βογιάρο και τον ευνούχο μου;
– Ναι, εγώ, με την εντολή του Οσίου πατέρα μου και την ευλογία του ουράνιου Βασιλέως Ιησού Χριστού, που τους κάλεσε σε αυτό το δρόμο της ασκήσεως, αποκρίθηκε ο Όσιος ήρεμα και θαρρετά.Ο ηγεμόνας με μανία του έδωσε εντολή οι νέοι μοναχοί να επιστρέψουν στην πρότερή τους κατάσταση. Σε αντίθεση περίπτωση θα κατέστρεφε το σπήλαιο.Μετά από το επεισόδιο αυτό, οι αδελφοί αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν το σπήλαιο και να φύγουν μακριά, σε άλλο τόπο, όπου δεν θα έφθανε η ηγεμονική οργή. Τότε ο Όσιος Νίκων πήγε στο Τμουταρακάν και εκεί, κοντά στην πολίχνη, βρήκε έναν έρημο τόπο, όπου εγκαταστάθηκε. Επιδόθηκε αμέσως σε σκληρούς ασκητικούς αγώνες, ζώντας με σιωπή, «μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος». Η παρουσία του δεν άργησε να γίνει γνωστή και η φήμη του να απλωθεί σε ολόκληρη την περιοχή.
Η Ορθόδοξη χριστιανική πίστη δεν είχε ακόμη στερεωθεί εκεί και η μοναχική ζωή ήταν τελείως άγνωστη. Σιγά – σιγά οι κάτοικοι άρχισαν να πλησιάζουν τον Όσιο και να εντυπωσιάζονται από την παράξενη γι’ αυτούς ζωή του. Εκείνος τότε, για την δόξα του Κυρίου, έλυνε την σιωπή του και τους μιλούσε για τον αληθινό Τριαδικό Θεό και την Ορθόδοξη πίστη. Όλοι σαγηνεύονταν από τη σοφία, την γνώση και την αγιότητά του, μετανοούσαν και δόξαζαν τον Κύριο με την ζωή και τα έργα τους. Αργότερα, ορισμένοι ζήτησαν από τον Όσιο να τους κάνει μοναχούς. Κει εκείνος, αφού τους δοκίμαζε και τους νουθετούσε, τους έκειρε. Έτσι τέθηκαν τα θεμέλια για την κατοπινή ανέγερση της μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου, που έγινε σπουδαίο μοναστικό κέντρο, ισάξιο της μονής των Σπηλαίων.
Μετά τον θάνατο του ηγεμόνα του Τμουταρακάν Ροστισλάβου Βλαντιμίροβιτς, οι κάτοικοι της χώρας παρακάλεσαν τον Όσιο Νίκωνα, στον οποίο έτρεφαν απεριόριστη εμπιστοσύνη και αφοσίωση, να πάει στον ηγεμόνα του Τσερνιγκώφ Σβιατοσλάβο Γιαροσλάβιτς και να ζητήσει τον υιό του Γκλεμπ για την ηγεμονία του Τμουταρακάν.
Ο Όσιος εκτέλεσε με επιτυχία την δακονία που του ανέθεσε το ποίμνιό του. Επιστρέφοντας μαζί με τον πρίγκιπα Γκλεμπ Σβιατοσλάβιτς, πέρασε από το Κίεβο και επισκέφθηκε τη μονή των Σπηλαίων. Όταν ο μακάριος ηγούμενος Θεοδόσιος αντίκρισε, μετά από τόσα χρόνια, τον παλαιό συνασκητή του, σκίρτησε από χαρά. Έπεσαν και οι δύο στην γη και έβαλαν βαθιά μετάνοια ο ένας στον άλλο. Ύστερα αγκαλιάσθηκαν κλαίγοντας από συγκίνηση και κάθισαν να συζητήσουν.
Όταν ο Όσιος Νίκων, μετά από πολύ ώρα ετοιμάσθηκε να φύγει, ο μακάριος Θεοδόσιος ξέσπασε πάλι σε λυγμούς και τον παρακαλούσε να μείνει στα Σπήλαια, για να συνεχίσουν μαζί την επίγεια ασκητική οδοιπορία τους.
– Πρέπει να πάω, είπε ο Νίκων, να ρυθμίσω ότι αφορά στο μοναστήρι μου. Έπειτα, αν είναι θέλημα Θεού, θα επιστρέψω.
Πράγματι ο Όσιος, πήγε στο Τμουταρακάν με τον πρίγκιπα Γκλεμπ, ο οποίος ανέλαβε και την ηγεμονία της χώρας. Ο ίδιος φρόντισε να τακτοποιήσει με επιμέλεια τις υποθέσεις της μονής του και κατόπιν, σύμφωνα με την υπόσχεσή του, γύρισε στη Λαύρα, κοντά στον Όσιο Θεοδόσιο. Υποτάχθηκε με ταπείνωση στον Άγιο ηγούμενο και εκτελούσε με ακρίβεια όλες του τις εντολές, νεκρώνοντας το δικό του θέλημα. Και ο μακάριος Θεοδόσιος, όταν χρειαζόταν να λείψει από τη μονή, άφηνε ως αντικαταστάτη του, στη διαποίμανση της αδελφότητας, τον Νίκωνα.
Πολλές φορές ο Όσιος Νίκων, που γνώριζε την τέχνη της βιβλιοδεσίας, έραβε και έδενε βιβλία. Τότε ο Θεοδόσιος καθόταν ταπεινά δίπλα του, αν και ήταν ηγούμενος και του ετοίμαζε τους σπόγγους που χρειαζόταν για το εργόχειρό του. Την ώρα εκείνη, αλλά και σε άλλες ευκαιρίες, οι δύο Όσιοι μάζευαν γύρω τους τούς αδελφούς και τους νουθετούσαν με πνευματικές διδαχές και ασκητικούς λόγους.
Αργότερα όμως, όταν ξέσπασε η γνωστή διαμάχη ανάμεσα στους τρεις αδελφούς ηγεμόνες, του Κιέβου Ιζιασλάβο, του Τσερνιγκώφ Σβιατοσλάβο και του Περεγιασλάβ Βσέβολοντ, ο Όσιος Νίκων επέστρεψε στο Τμουταρακάν, όπου έζησε μερικά χρόνια με τον ίδιο ασκητικό ζήλο.
Όταν έμαθε ότι ειρήνευσε ο τόπος του Κιέβου, ο Όσιος πήρε πάλι τον δρόμο για την Λαύρα. Φθάνοντας όμως εκεί, διαπίστωσε πως ο Όσιος Θεοδόσιος δεν ήταν πια στην ζωή. Ηγούμενος τώρα ήταν ο φιλόθεος Στέφανος. Ο Όσιος Νίκων αποφάσισε να τελειώσει τον επίγειο βίο του στη μονή της μετάνοιάς του. Έμεινε λοιπόν εκεί και επισκεπτόταν συχνά τον τάφο του Οσίου Θεοδοσίου, λούζοντάς τον κάθε φορά με δάκρυα χαρμολύπης.
Όταν με τη συνεργία του πονηρού, ορισμένοι αδελφοί δημιούργησαν αναταραχή στην αδελφότητα και απομάκρυναν τον μακάριο Στέφανο από την ηγεμονία της μονής, ηγούμενος αναδείχθηκε ο Όσιος Νίκων. Με διάκριση και σοφία αγωνίσθηκε ο Όσιος να φέρει την ειρήνη και την ομόνοια στην αδελφότητα. Και το κατόρθωσε με μεγάλο κόπο, πολύ υπομονή και περισσότερη προσευχή. Οι αδελφοί, αναγνωρίζοντας την ακεραιότητα, την σύνεση και την αγιότητά του, ησύχασαν και υποτάχθηκαν σε αυτόν, ως σε φωτισμένο πατέρα, διδάσκαλο και πνευματικό οδηγό.
Πολλές φορές ο μοχθηρός διάβολος προσπάθησε να δημιουργήσει νέα σκάνδαλα και να βάλει εμπόδια στην ανύσταχτη φροντίδα του Οσίου να καθοδηγεί στον δρόμο της σωτηρίας τις ψυχές που του εμπιστεύθηκε ο Κύριος. Οι σκοτεινοί σκοποί του όμως δεν μπορούσαν να σβήσουν το φως των αρετών του πιστού δούλου του Θεού. Στα χρόνια της ηγουμενίας του Οσίου Νίκωνος, έγινε με τρόπο θαυμαστό η αγιογράφηση του ναού των Σπηλαίων από Έλληνες αγιογράφους, σταλμένους από την Κυρία Θεοτόκο. Ο Όσιος Νίκων κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1088 μ.Χ. Ενταφιάσθηκε στη μονή των Σπηλαίων, όπου μέχρι σήμερα το τίμιο λείψανό του αναπαύεται άφθορο και ακέραιο, τιμημένο με τη δόξα και τη Χάρη του Θεού και επιτελεί πολλά θαύματα.
- Άγιος Βασσιανός Επίσκοπος Ροστώβ της Ρωσίας
- Σύναξη της Παναγίας της Θεοσκέπαστης στην Άνδρ
Κάτασπρη και μεγαλόπρεπη υψώνεται κοντά στο όμορφο λιμάνι η Εκκλησιά της Παναγίας της Θεοσκέπαστης, που γιορτάζει του Ακαθίστου Ύμνου.Σύμφωνα με την παράδοση ένα φουρτουνιασμένο βράδυ η εικόνα της Παναγίας ερχόταν από το πέλαγος προς την ακρογιαλιά με ένα παράξενο φώς. Άνθρωποι του νησιού ακολούθησαν το φώς που τους οδήγησε σε μια μικρή σπηλιά. Έκπληκτοι, μέσα στην σπηλιά, πάνω σε φύκια, είδαν την εικόνα της Παναγίας. Την προσκύνησαν και την μετέφεραν στο παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Την άλλη μέρα όμως η εικόνα γύρισε στην σπηλιά της! Έτσι, οι νησιώτες αποφάσισαν να χτίσουν Ναό πάνω από την σπηλιά. Οι εργασίες για την ανέγερση του ναού έγιναν με γοργούς ρυθμούς και η Εκκλησιά ήταν σχεδόν έτοιμη σε ελάχιστο χρόνο. Έλειπε όμως η σκεπή, γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. Η ίδια η Παναγία φρόντισε γι’ αυτό.
Ένα καράβι φορτωμένο με ξυλεία κινδύνευσε ανοιχτά στο πέλαγος έξω από την Άνδρο. Ο καπετάνιος μαζί με τους ναυτικούς παρακαλούσαν την Παναγία να τους σώσει από τον επικείμενο κίνδυνο. Φωτισμένος ο καραβοκύρης έριξε την ξυλεία στη θάλασσα. Έτσι το πλοίο σώθηκε. Η ξυλεία σιγά σιγά βγήκε στην ακτή κοντά στην σπηλιά, για να σκεπάσουν οι μάστορες την ξεσκέπαστη Εκκλησία. Επειδή η ξυλεία βρέθηκε αναπάντεχα και μάλιστα στην ώρα της, πραγματικά θεόσταλτη, η Εκκλησία της Παναγίας ονομάστηκε «Θεοσκέπαστη». Ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Σύρου.
- Σύναξη της Παναγίας της Ακαθής στην Σχοινούσα
Το όνομα «Ακαθή» υπάρχει σχεδόν μόνο στη Σχινούσα και προέρχεται από μία εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται εκεί. Της Παναγίας της Ακαθής, όπως την λένε. Και λέγεται έτσι, επειδή είναι από τις λίγες εικόνες που ο Χριστός αντί να τον κρατά αγκαλιά η Παναγία, στέκει όρθιος μπροστά της. Δηλαδή Ακάθιστος.Η εικόνα αυτή πήγε στη Σχινούσα από τη Σαντορίνη, που κι εκεί βρέθηκε με θαυματουργικό τρόπο.
Μια γυναίκα, κάτοικος της Σαντορίνης, άκουγε κατά καιρούς από ένα συγκεκριμένο σημείο του σπιτιού της χτυπήματα στον τοίχο. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλά δεν έδωσε ως φαίνεται και την πρέπουσα σημασία.
Ένα βράδυ λοιπόν είδε ένα όνειρο. Της παρουσιάστηκε μια γυναίκα και της είπε ότι είναι η Παναγία η Ακαθή και γιορτάζει του Ακαθίστου. Να σκάψει της είπε στο σημείο που ακούει το κτύπημα.Έσκαψε λοιπόν η γυναίκα αυτή και βρήκε ένα κούφωμα και μέσα την εικόνα μαζί με ένα καντηλάκι και σταμνάκι με λάδι.
Την εποχή εκείνη η Σαντορίνη ήταν πολύ φτωχό νησί και οι κάτοικοί της τα έφερναν πολύ δύσκολα βόλτα. Ακούγοντας λοιπόν στο χωριό για την θαυματουργή εικόνα έτρεχαν όλοι να προσκυνήσουν και κάτι άφηναν στη γυναίκα. Άλλος λίγο λάδι, άλλο κάποια λεφτά. Με τον τρόπο αυτό ζούσε τώρα η γυναίκα που βρήκε την εικόνα καλύτερα.
Κάποτε σκέφθηκε να πάρει την εικόνα και να τη φέρει στα γύρω νησιά και ο κόσμος που προσκυνούσε άφηνε τον οβολό του. Πήγε λοιπόν σε κάποια περιοδεία της και στη Σχινούσα και επειδή εκεί την καλοδέχτηκαν και της έδωσαν ίσως και κάποια δουλειά — το νησάκι ήταν εύφορο και υπήρχε δουλειά για όλους — αποφάσισε να εγκατασταθεί.
Την εικόνα την είχε πάντα στο σπίτι της και κατά κάποιο τρόπο την εκμεταλλευόταν. Σε κάποια επίσκεψή του όμως εκεί ο Σεβασμιώτατος Θήρας Γαβριήλ δεν του άρεσε αυτή η εκμετάλλευση που γινόταν. Έκαμε λοιπόν τις απαιτούμενες ενέργειες και η εικόνα μεταφέρθηκε στην ενορία του νησιού που ήταν αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Σήμερα η εκκλησία γιορτάζει την Παρασκευή του Ακαθίστου και γίνεται μεγάλη πανήγυρις.
- Σύναξη της Παναγίας της Πλατσανής στην Οία της Σαντορίνης
Ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Πλατσανής είναι αφιερωμένος στον Ακάθιστο Ύμνο της Υπεραγίας Θεοτόκου.Το έτος 626 μ.Χ. αμέτρητες ορδές Αράβων και Περσών περικύκλωσαν την Κωνσταντινούπολη, όμως οι ελάχιστοι υπερασπιστές της ενθαρρυνόμενοι από τον Πατριάρχη Σέργιο και βοηθούμενοι από την Παναγία, κατόρθωσαν να αποκρούσουν τους επιδρομείς. Ύστερα από τη νίκη αυτή όλοι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης συγκεντρώθηκαν στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, και όλη τη νύκτα έψαλαν τον Ακάθιστο Ύμνο ευχαριστώντας Την για την Προστασία της πόλεως. Οι εκκλησιαζόμενοι όλη τη νύκτα έψαλαν χωρίς να καθίσουν, γι αυτό και ο ύμνος ονομάστηκε «Ακάθιστος».
αρχικά ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Πλατσανής ήταν κτισμένος στην άκρη του χωριού μέσα στο κάστρο, εκεί που σήμερα όλοι οι επισκέπτες της Σαντορίνης μαζεύονται καθημερινά για να απολαύσουν το καταπληκτικό ηλιοβασίλεμα της Οίας. Με τον καταστροφικό σεισμό όμως της 9ης Ιουλίου 1956 μ.Χ. ο Ναός γκρεμίστηκε και επειδή το έδαφος στο σημείο αυτό δεν είναι σταθερό η εκκλησία ξανακτίστηκε στο κέντρο του χωριού.
Η παράδοση αναφέρει ότι η εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται στο τέμπλο βρέθηκε στη θάλασσα. Κάποιος ψαράς την ώρα που ψάρευε είδε καταμεσής στο πέλαγος ένα φως που έμοιαζε με αναμένο καντήλι. Πηγαίνοντας κοντά είδε την εικόνα της Παναγίας η οποία όμως όσο την πλησίαζε απομακρυνόταν. Τότε ειδοποίησε τους ιερείς και τους κατοίκους του χωριού οι οποίοι με δεήσεις και παρακλήσεις, με θυμιάματα και λαμπάδες κατέβηκαν στον αιγιαλό και με ευλάβεια μεγάλη μετέφεραν την εικόνα σε εκκλησία του χωριού. Την άλλη μέρα όταν πήγε να ανάψει τα καντήλια ο ιερέας δεν βρήκε στο Ναό τη νεοφανή εικόνα. Ύστερα από έρευνες αρκετών ωρών η εικόνα βρέθηκε στα τείχη του κάστρου απ’ όπου μεταφέρθηκε πάλι στο Ναό. Αλλά και πάλι την επόμενη μέρα οι κάτοικοι τη βρήκαν στο κάστρο, τη μετέφεραν ξανά στο Ναό και έτσι ακολούθησε πολλές φορές η μεταφορά μέχρι που οι κάτοικοι αποφάσισαν να συνεισφέρουν όλοι για να κτιστεί η εκκλησία στο μέρος όπου η ίδια η Παναγία είχε διαλέξει για να βλέπει τις θάλασσες από όπου είχε έρθει και για να ευλογεί τα ιστιοφόρα που ξεκινούσαν να φύγουν για τα μακρινά τους ταξίδια. Το όνομα «Πλατσανή» της το έδωσαν από το θόρυβο «πλατς – πλατς» που έκαναν τα κύματα όταν κτυπούσαν την εικόνα στη θάλασσα όπου βρέθηκε.
Όλα τα Ιερά σκεύη είναι αφιερώματα ευσεβών Οιατών, κυρίως ναυτικών, για να τους προστατεύει στα ταξίδια τους. Τα περισσότερα από αυτά προέρχονται από την Ορθόδοξη Ρωσία, όπου με τα ιστιοφόρα τους μετέφεραν το φημισμένο κρασί της Σαντορίνης. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο. Υπάρχει πάνω σ’ αυτό η χρονολογία 1820 μ.Χ. η οποία όμως είναι πιθανόν η χρονολογία επιχρύσωσής του, γιατί η κατασκευή του τοποθετείται από τους ειδικούς πολύ παλαιότερα. Η Αγιογράφηση του ναού έγινε σε τρία στάδια από Θηραίους αγιογράφους.
- Σύναξη της Παναγίας «Ρόδον Αμάραντον» στον Πειραιά
Η ιστορία της ενορίας Παναγίας «Ρόδον Αμάραντον» Πειραϊκής, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των παλαιών κατοίκων της περιοχής, αρχίζει περίπου το έτος 1890 μ.Χ., όταν κάποιος ψαράς ανέσυρε μία παλαιά εικόνα από τα βράχια της Πειραϊκής η οποία εικόνιζε την Παναγία να κρατά τον Χριστό, καθήμενο σε παιδική ηλικία, κρατώντας στο χέρι ένα «Ρόδον». Το γεγονός έγινε αμέσως γνωστό στην περιοχή. Μια ευλαβής οικογένεια, ονομαζόμενη Κατσαρού, έχοντας την επιθυμία να προσφέρει «οίκον» προς στέγαση της εικόνας της Παναγίας, με ιδία πρωτοβουλία έκτισε ιδιωτικό παρεκκλήσιο με το όνομα Παναγία «Ρόδον Αμάραντον». Εκεί στεγάσθηκε η παλαιά αυτή εικόνα και λατρεύθηκε από τους κατοίκους της περιοχής.Πέρασαν τα χρόνια, ολοένα και περισσότερος κόσμος συνέρεε στην περιοχή και υπήρξε ανάγκη να δημιουργηθεί ενορία που θα δεχθεί τους πιστούς. Μέχρι τότε, η ευρύτερη περιοχή του Πειραιά υπήγετο εκκλησιαστικά στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Το πρόβλημα διευθετήθηκε με τη δωρεά της οικογένειας Κουτσοδόντη η οποία διέθεσε το οικόπεδο για να κτισθεί σε πρώτη μορφή (ο ισόγειος) ο Ιερός Ναός και να δημιουργηθεί η νέα ενορία. Στα επόμενα έτη απαιτήθηκαν αγώνες, και κατεβλήθησαν κόποι και θυσίες για να δοθεί η άδεια κάτι το οποίο επετεύχθει επι δημαρχίας Σκυλίτση.
Το 1973 μ.Χ., ο μακαριστός Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ Χρυσόστομος ο Α΄ τέλεσε τα θυρανοίξια του νέου Ιερού Ναού και τον παρέδωσε προς λατρεία στους ενορίτες πιστούς. Λίγο πριν τα θυρανοίξια, δια Αρχιερατικού γράμματος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, έγινε και επισήμως ενορία ξεχωριστή, η ενορία της Παναγίας Ρόδο Αμάραντο.
Ο πρώτος Ιερός Ναός λειτουργεί κανονικά μέχρι το έτος 1983 μ.Χ. όταν αποφασίζεται από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο να οικοδομηθεί νέος, λαμπρότερος και μεγαλύτερος Ναός πάνω από το ισόγειο. Στο διάστημα αυτό, έχουν διακονήσει αρκετοί ιερείς που έδωσαν ο καθένας την προσωπική του σφραγίδα για την αποπεράτωση, την καλή λειτουργία και ευταξία του οίκου του Θεού: ο αείμνηστος π. Αντώνιος, ο π. Μάξιμος, μετέπειτα Μητροπολίτης Σερρών, ο π. Μιχαήλ Βασιλάκης, ο π. Χαράλαμπος Πετρόγγονας, ο π. Ευάγγελος Μισαργόπουλος, ο π. Ιάκωβος Φραγκιαδάκης, ο αείμνηστος π. Στέφανος Μιχαηλίδης, ο π. Αντώνιος Βάλβης, ο π. Γερμανός Αδραχτάς, ο π. Βενέδικτος, ο οποίος και εργάσθηκε επιμελώς για την ανέγερση του ισογείου του Ναού αλλά και του νέου μεγαλύτερου Ναού. Το έργο για την αποπεράτωση του Ναού όπως αυτός υπάρχει σήμερα διήρκεσε 2 έτη. Προϊστάμενος του Ναού κατά τα έτη αυτά και μέχρι σήμερα είναι ο π. Μιχαήλ Χαλάς με συνεφημέριο τον π. Ιωάννη Μαυροκουκουλάκη.
Το 1986 μ.Χ., ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ. Καλλίνικος τελεί τα θυρανοίξια και εγκαίνια του νέου λαμπρού Ιερού Ναού της Παναγίας «Ρόδον Αμάραντον», που εορτάζει κάθε χρόνο στον Ακάθιστο Ύμνο.
Το ισόγειο παρεκκλήσιο του Ναού μετονομάστηκε σε «Ταξιάρχη Μιχαήλ της Σύμης» και πανηγυρίζει στις 9 Νοεμβρίου. (Η μετονομασία έγινε διότι ο Ταξιάρχης Μιχαήλ της Σύμης τιμάται ιδιαιτέρως από τους Συμιακούς πολλοί εκ των οποίων διαβιούν στην περιοχή της Πειραϊκής).
The post 23 Μαρτίου γιορτάζουν… appeared first on Times News.